- μαινομένων
- μαίνομαιragepres part mp fem gen plμαίνομαιragepres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαλυμαινομένων — διαλῡμαινομένων , διαλυμαίνομαι maltreat shamefully pres part mp fem gen pl διαλῡμαινομένων , διαλυμαίνομαι maltreat shamefully pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυμαινομένων — κῡμαινομένων , κυμαίνω rise in waves pres part mp fem gen pl κῡμαινομένων , κυμαίνω rise in waves pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυμαινομένων — λῡμαινομένων , λυμαίνομαι cleanse from dirt pres part mp fem gen pl λῡμαινομένων , λυμαίνομαι cleanse from dirt pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκυμαινομένων — ἐκκῡμαινομένων , ἐκκυμαίνω swerve pres part mp fem gen pl ἐκκῡμαινομένων , ἐκκυμαίνω swerve pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλυμαινομένων — ἐπιλῡμαινομένων , ἐπί λυμαίνομαι cleanse from dirt pres part mp fem gen pl ἐπιλῡμαινομένων , ἐπί λυμαίνομαι cleanse from dirt pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
бѣсьноватисѧ — БѢСЬН|ОВАТИСѦ (32), ОУЮСѦ, ОУѤТЬСѦ гл. 1.Быть одержимым бесом, быть безумным: о iмущемь жену бѣснующю(с). i того ради хотѩщiмъ иную по˫ати. КР 1284, 34г; ини же, гладомь гыблюще, ˫ако пси бѣсноующесѩ ристахоу (λυσσῶντες) ГА XIII XIV, 162а; к… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
бѣсьныи — (47) пр. 1.Одержимый бесом, безумный: бѣсъ живѩи въ бѣсьнѣ члвцѣ саъ отходить (δαιμονιζομένῳ) Изб 1076, 193; самъ иже своею волею бѣсенъ сѩ творѩ. КР 1284, 155г; и ре(ч) анг҃лъ бѣснѣи блудници. иди прикоснитсѩ мощемъ ст҃го витали˫а. и ицѣлѣѥши. и … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
неистовитисѧ — НЕИСТОВ|ИТИСѦ (16), ЛЮСѦ, ИТЬСѦ гл. 1. Неистовствовать, буйствовать, безумствовать: приде манентъ неистовѧсѧ неистовъ. (ὁ ἀληϑῶς μανείς) ПНЧ XIV, 11б; не буди испытливъ праведнѹ... елико же... се творить. безѹменъ есть неистовѧсѧ. Там же, 27б;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θεοφιλής — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Θεόφιλος ή Θεοφιλάκης. Γεννήθηκε στη Λογγάστρα της Σπάρτης και πολέμησε με τους Γιατρακαίους και τους Μαυρομιχαλαίους. Τραυματίστηκε στο Βαλτέτσι, πολεμώντας με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Το 1826… … Dictionary of Greek
ψόφος — (I) ο, ΝΜΑ αμβλύς, υπόκωφος ήχος νεοελλ. φρ. «μυϊκός ψόφος» φυσιολ. ακροαστικό φαινόμενο, αισθητό επάνω από έναν μυ που παρουσιάζει τετανική συστολή αρχ. 1. ισχυρός θόρυβος, κρότος, πάταγος 2. ήχος μουσικού οργάνου 3. άναρθρος ήχος ζώου 4.… … Dictionary of Greek